συγκαταπίπτειν

συγκαταπίπτειν
συγκαταπί̱πτειν , σύν-καταπίπτω
fall
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκαταπίπτω — Α [καταπίπτω] πέφτω μαζί με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῑς τύχαις» μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το θάρρος μας καθώς χάνεται η ευτυχία, Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”